καρακόλι

καρακόλι
το
1. νυχτερινή αστυνομική περίπολος
2. αστυνομικό τμήμα ή σταθμός, φυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karakol].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καρακόλι — το (λ. τουρκ.) 1. σκοπός, φρουρός. 2. μέλος αστυνομικής περιπόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλι — το μικρό στρατιωτικό απόσπασμα ή νυκτερινή περίπολος, καρακόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρακόλι, με αποκοπή τού α συνθετικού καρά για απλοποίηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”